Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών

  • 1 закрытый

    закрытый в разн. знач. κλειστός в \закрытыйом помещении σε κλειστό χώρο \закрытыйое заседание η συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών
    * * *
    в разн. знач.

    в закры́том помеще́нии — σε κλειστό χώρο

    закры́тое заседа́ние — η συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών

    Русско-греческий словарь > закрытый

  • 2 закрытый

    закры||тый
    1. прич. от закрыть·
    2. прил в разн. знач. κλειστός, κλεισμένος; \закрытыйтая машина τό κλειστό αὐτοκίνητο· \закрытыйтое платье τό κλειστό φόρεμα· \закрытыйтое заседание (собрание) ἡ κλειστή συνεδρίαση· \закрытыйтое письмо́ τό κλειστό γράμμά \закрытыйтое голосование ἡ μυστική ψηφοφορία· ◊ при \закрытыйтых дверях κεκλεισμένων τῶν θυρῶν с \закрытыйтыми глазами μέ κλειστά μάτια.

    Русско-новогреческий словарь > закрытый

См. также в других словарях:

  • θύρα — η 1. πόρτα: Υαλόφρακτη θύρα. – Δίφυλλη θύρα. 2. το μέρος από το οποίο μπαίνει κανείς κάπου: Θύρα του σπιτιού. 3. μτφ., είσοδος, δυνατότητα να μπει κάποιος κάπου ή να πετύχει κάτι: Έκλεισαν για σένα οι θύρες του πανεπιστημίου.―Δεν είναι εύκολες οι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • ακροαματική διαδικασία — Νομικός όρος που κατά τις σύγχρονες δημοκρατικές αντιλήψεις, τείνει να πάρει τη θέση του όρου δίκη. Σημαίνει τη διερεύνηση μιας δικαστικής υπόθεσης, κυρίως ποινικής, από το αρμόδιο δικαστήριο, μπροστά στο κοινό, που ονομάζεται ακροατήριο (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»